- σάρακας
- σάρακας, ο και σαράκι, το1. σκουλήκι που τρώει τα ξύλα.2. μτφ., εσωτερικός πόνος, θλίψη: Τον τρώει το σαράκι.3. ύπουλη αρρώστια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σάρακας — ο, ΝΜ το σαράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάραξ κατά τα αρσ. σε ας] … Dictionary of Greek
σάρακας — σάραξ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάραξ — (I) ακος, ἡ, Α δέρμα και, ιδίως, ένδυμα μακρύ που ρίχνονταν από τους ώμους («σάρακας... θηρείους ἐξ ὤμων ἄνωθεν ἔως κνημῶν ἐξηρτημένας περιετίθεντο», Ιωάνν. Λυδ.). (II) ακος, ὁ, Α ο σκόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. < σήρ «σκουλήκι», ενώ… … Dictionary of Greek
σαράκι — το, Ν 1. σκουλήκι που ανοίγει τρύπες στα ξύλα και τά καταστρέφει, σάρακας 2. μτφ. α) μτφ. αρρώστια που αναπτύσσεται μέσα στον οργανισμό τού ανθρώπου χωρίς εξωτερικά συμπτώματα β) η θλίψη που νιώθει κάποιος χωρίς να τήν εκδηλώνει αλλά και η φθορά… … Dictionary of Greek
σαρακιάρικος — η, ο / σαρακιάρικος, η, ον, ΝΜ σαρακοφαγωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρακας + κατάλ. ιάρικος (< κατάλ. ιάρης), πρβλ. ψωρ ιάρικος] … Dictionary of Greek